- κάδος
- (I)ο (AM κάδος)κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.)νεοελλ.1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος χυτηρίου» — δοχείο μεταφοράς τετηγμένων μετάλλων από την κάμινο σε καλούπια ή σε άλλες εγκαταστάσεις κατεργασίαςαρχ.1. μέτρο υγρών, ο αμφορέας2. η κάλπη στην οποία οι ψηφοφόροι έριχναν τις ψήφους.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. kad «κάδος» — αντίστοιχοι τ. απαντούν στην Ουγκαριτική και στην Καρχηδονιακή. Τη λ. κάδος δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cadus].————————(II)κᾱδος, τὸ (Α)δωρ. τ. αντί κήδος*.
Dictionary of Greek. 2013.